- ιπτάμενο πλοίο
- Σκάφος του οποίου η καρίνα ανυψώνεται κατά τον πλου από το νερό, εξαιτίας υδροδυναμικού φαινομένου, το οποίο οφείλεται σε ένα είδος επιπέδων, που μοιάζουν με πτερύγια και μένουν κατά ένα μέρος βυθισμένα στο νερό. Το ι.π. μπορεί να αναπτύξει αξιοσημείωτες ταχύτητες (έως 125 χλμ. /ώρα), γιατί η αντίσταση στην κίνηση που προκαλείται από τα πτερύγια είναι κατώτερη από εκείνη που θα παρουσίαζε η καρίνα βυθισμένη στο νερό και έχει, επίσης, το πλεονέκτημα να πλέει γρήγορα ακόμα και σε όχι τελείως γαλήνια θάλασσα. Το ι.π. όμως έχει μέτρια ναυτικά προτερήματα, γιατί όταν η θάλασσα είναι ταραγμένη, παρουσιάζει σημαντική διατοίχιση (μπότζι) και προνευστασμό (σκαμπανέβασμα). Όταν όμως επικρατούν καλές καιρικές συνθήκες, χρησιμοποιείται πολύ, ιδιαίτερα στην ακτοπλοΐα και στις λίμνες. Στα στοιχεία αυτά πρέπει να προστεθεί η απλή και σχετικά οικονομική κατασκευή του. Το πρωραίο πτερύγιο έχει συνήθως το σχήμα ενός V πολύ ανοιχτού προς τα πάνω και παρουσιάζει γωνία πρόσπτωσης αρκετή για να προκαλέσει την ανύψωση του σκάφους από το νερό ακόμα και όταν η ταχύτητα είναι πολύ κατώτερη από τη συνηθισμένη ταχύτητα πορείας.
Εκτός από τον τύπο ι.π. που αναφέρθηκε (υπάρχουν, άλλωστε, πολυάριθμες παραλλαγές), υπάρχει και άλλος με πτερύγια τελείως βυθισμένα στο νερό. Ο τελευταίος παρουσιάζει εξαιρετική πλοϊμότητα, εφόσον το ύψος των κυμάτων δεν είναι μεγαλύτερο από το υποστήριγμα των πτερυγίων.
Τύποι υδροδυναμικών συστημάτων τοποθετημένων στην πλώρη και στην πρύμη των ιπτάμενων πλοίων: 1) αυτοσταθεροποιητικά ημιβυθισμένα πτερύγια· 2) σειρά αποσταθεροποιητικών πτερυγίων· 3) πτερύγια βυθισμένα μέχρι τα άκρα.
Ιπτάμενο πλοίο που κινείται με μεγάλη ταχύτητα.
Dictionary of Greek. 2013.